- συνεψήφισαν
- συμψηφίζωreckon togetheraor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμψηφίζω — ΝΜΑ [ψηφίζω] λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ) νεοελλ. συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό μσν. 1. ψηφίζω μαζί με κάποιον… … Dictionary of Greek